- ημιπληγής
- ἡμιπληγής, -ές (Α)αυτός που έχει πληγεί κατά το ήμισυ ο μισοχτυπημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + -πληγής (< πληγή), πρβλ. α-πληγής, εμ-πληγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιπληγῆ — ἡμιπληγής half struck neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιπληγής half struck masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιπληγής half struck masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… … Dictionary of Greek
ημιπληγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημιπληγία 2. αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία, ο ημίπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιπληγής. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek